Written by 15:17 Αρχική Σελίδα

Αφιέρωμα στον Μπέρτολτ Μπρεχτ στο Αλκυονίς

 

Η NEW STAR με αφορμή την επέτειο θανάτου του Μπέρτολτ Μπρεχτ (14 Αυγούστου 1956), μας προσκαλεί σ’ ένα κινηματογραφικό αφιέρωμα , προβάλλοντας δύο αριστουργήματα της 7ης τέχνης σε σενάριο Μπρέχτ: «Η ΟΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ» και «ΚΑΙ ΟΙ ΔΗΜΙΟΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ», από τις 13 έως τις 19 Αυγούστου στον κινηματογράφο «ΑΛΚΥΟΝΙΣ new star art cinema».

 

Από 13 έως 19 Αυγούστου στον κινηματογράφο «ΑΛΚΥΟΝΙΣ new star art cinema».

1) «ΚΑΙ ΟΙ ΔΗΜΙΟΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ» ΤΟΥ FRITZ LANG  
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ στις 22.00   
 
«Μια από τις καλύτερες Αμερικάνικες ταινίες ενάντια στο φασισμό»

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Fritz Lang

Σενάριο: Bertolt Brecht

Πρωταγωνιστούν: Brian Donlevy, Walter Brennan, Hans Heinrich von Twardowski, Anna Lee, Nana Bryant, Gene Lockhart, Margaret Wycherly

Μουσική: Hanns Eisler

Φωτογραφία: James Wong Howe

Μοντάζ: Gene Fowler Jr.

Είδος Ταινίας: Πολεμική, Θρίλερ

Γλώσσα: Αγγλικά, Γερμανικά

Εικόνα: Ασπρόμαυρη

Περίληψη

Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής της Τσεχοσλοβακίας ο χειρουργός Δρ. Franticek Svoboda (Brian Donlevy), ένας Τσέχος πατριώτης, δολοφονεί τον άγριο “Δήμιο της Ευρώπης” Reichsprotektor Reinhard Heydrich (Hans Heinrich von Twardowski) και τραυματίζεται κατά τη διάρκεια. Στην προσπάθειά του να διαφύγει λαμβάνει βοήθεια από έναν Καθηγητή Ιστορίας τον Stephen Novotny (Walter Brennan), ο οποίος παρακολουθείται από τους Ναζί και την κόρη του Mascha (Anna Lee). Ως αντίποινα για τη δολοφονία ο αρθρογράφος Emil Czaka (Gene Lockhart), και ένας ζυθοποιός, βοηθούν τις διαδικασίες για την εκτέλεση  400 πολιτών της Πράγας, συμπεριλαμβανομένου του Καθηγητή Novotny, αν δεν αποκαλυφθεί ο δολοφόνος. Μέσα από μία σύνθετη αλληλουχία γεγονότων, η Αντίσταση καταφέρνει να παγιδέψει και να υποδείξει τον Czaka ως τον δολοφόνο, αλλά όχι πριν οι Ναζί εκτελέσουν πολλούς ομήρους.

Πρόσθετες Πληροφορίες

Η μπρεχτική λογική του Εσύ κι Εγώ προϊδεάζει για το «Και οι Δήμιοι Πεθαίνουν!». Η ιστορία βασίζεται στην πραγματική δολοφονία του Ναζί Ράινχαρντ Χάιντριχ, σύμβολο της αγριότητας του Γ’ Ράιχ, από Τσέχους αντάρτες και εξιστορεί τις έρευνες για την ανεύρεση του δολοφόνου. Το πιο πολιτικό έργο της φιλμογραφίας του Λανγκ μαρτυρεί τις αριστερές του θέσεις και αποτελεί για τον ίδιο το δημιουργό την πιο ικανοποιητική του εργασία στο Χόλιγουντ, μαζί με τη μεταγενέστερη «Μεγάλη Κάψα».

Η ταινία το 1944 προτάθηκε για το Όσκαρ Καλύτερου Ήχου και Καλύτερης Μουσικής

2) «Η ΟΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ» ΤΟΥ Γκεόργκ Βίλχελμ Πάμπστ    
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ στις 20.00  

Ένα επίκαιρο, σαρκαστικό, σχόλιο για το σύγχρονο  κοινωνικοοικονομικό σύστημα.         
Μια σάτιρα για όσα σήμερα απλώς επαναλαμβάνονται στο γύρισμα του χρόνου…

ΣΥΝΟΨΗ

Η «Όπερα της πεντάρας», γράφτηκε από τον Μπρεχτ το 1928, την παραμονή δηλαδή του μεγαλύτερου ως τότε παγκόσμιου οικονομικού κραχ. Αποτελεί διασκευή του έργου του Τζων Γκαίυ, «H Όπερα του ζητιάνου» (1728), από το οποίο διατήρησε το σατιρικό ύφος, όχι όμως διακωμωδώντας την ιταλική όπερα αλλά καυτηριάζοντας την αστική υποκρισία. Λίγο αργότερα, το 1931 σκηνοθετήθηκε για τη μεγάλη οθόνη από τον Γκεόργκ Βίλχελμ Πάμπστ. Ο Πάμπστ γύρισε την ταινία σε δύο εκδοχές, τη γερμανική και τη γαλλική, με δύο καστ (Γερμανούς και Γάλλους ηθοποιούς), σύμφωνα με την κοινή πρακτική που ακολουθούσαν οι δημιουργοί στις αρχές της περιόδου του ομιλούντος κινηματογράφου. Ογδόντα χρόνια μετά το γύρισμα της ταινίας, το έργο παραμένει επίκαιρο, σαρκαστικό και ένα δριμύ «κατηγορώ» στο καπιταλιστικό σύστημα, που εκμεταλλεύεται ακόμη και τους πιο αδύναμους κρίκους της κοινωνίας σε κάθε εποχή, δηλαδή τους ανέργους και την ανάγκη τους για δουλειά. Εμπόριο μπορούν να γίνουν τα πάντα, ακόμη και η ελεημοσύνη. Πρωταγωνιστές, ένας στυγνός «επιχειρηματίας» με εταιρεία-βιτρίνα που εκμεταλλεύεται τους επαίτες του Λονδίνου αλλά δηλώνει φτωχός, ένας επίορκος αστυνομικός, ένας ληστής που λιγουρεύεται τα μεγάλα «πορτοφόλια», μια διάσημη πόρνη. Μήπως σας φαίνονται κάπως γνώριμα όλα αυτά; Πρόκειται για μορφές βγαλμένες από τη φαντασία του Μπρεχτ  με φόντο την αστική τάξη του βικτοριανού Λονδίνου, οι οποίες όμως παραμένουν δυστυχώς εξαιρετικά γνώριμες και σήμερα. Η ταινία είναι μια επίκαιρη επιλογή και κριτικό σχόλιο για τις εποχές που διανύουμε, εποχές όπου το σύγχρονο οικονομικοκοινωνικό σύστημα περνά την πιο βαθιά του κρίση.

Η ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΚΔΟΧΗ ΤΟΥ ΠΑΜΠΣΤ (γαλλική και γερμανική)

Το 1930, ο Γκέοργκ Βίλχεμ Παμπστ άρχισε τα γυρίσματα της «Όπερας της πεντάρας», σε δύο εκδοχές, τη γερμανική και τη γαλλική με διαφορετικούς ηθοποιούς στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, αλλά με τους ίδιους ηθοποιούς στους δεύτερους ρόλους και τα ίδια σκηνικά. Ο λόγος ήταν πως ήθελε, όπως και πολλοί άλλοι σκηνοθέτες της ίδιας εποχής, να χαρίσει στην ταινία το διεθνές κύρος που είχαν οι ταινίες του βωβού κινηματογράφου μερικά χρόνια πιο πριν. Η πρακτική όμως αυτή διόγκωνε τον προϋπολογισμό και παρέτεινε το χρόνο των γυρισμάτων κι έτσι, εγκαταλείφθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’30. Όσες ταινίες επέζησαν εκείνης της περιόδου σε δύο εκδοχές, προσφέρουν συναρπαστικό υλικό για σύγκριση. Η εταιρεία παραγωγής Warner Bros, σε συνεργασία με την Nero Film, σκόπευε να γυρίσει την ταινία και σε αγγλική εκδοχή, αλλά η ιδέα αυτή σκιάστηκε από τη δικαστική διαμάχη του Μπρέχτ και του Βάιλ με τη Nero Film. Λόγος ήταν πως οι δύο δημιουργοί θεωρούσαν πως η εταιρεία παραγωγής είχε διαστρεβλώσει το έργο τους. Αργότερα, αποδείχτηκε πως ο ίδιος ο Μπρεχτ είχε κάνει μόνος τους πολλές αλλαγές στο σενάριο της ταινίας του Παμπστ και έτσι έχασε το δικαστήριο, αλλά ο Βάιλ κέρδισε παίρνοντας και αποζημίωση.

Ο Μπρεχτ και ο Βάιλ είχαν όμως δίκιο. Η ταινία έχει αρκετές διαφορές από το θεατρικό. Στόχος τους ήταν ένα έργο «από ζητιάνους, για ζητιάνους» με λιτά σκηνικά και κοστούμια, ενώ ο Παμπστ μαζί με τον  καλλιτεχνικό διευθυντή Αντρέγιεφ έστησαν το πιο εντυπωσιακό σκηνικό ταινίας που είχε ποτέ δει το γερμανικό θέατρο. Ο Μπρεχτ πίστευε, σύμφωνα με την περίφημη θεωρία της «αποξένωσης», πως το κοινό του παρακολουθούσε ένα δράμα και δε θα έπρεπε να ταυτίζεται με τους χαρακτήρες. Ο Πάμπστ, από την άλλη, μέσω του μονοκόμματου μοντάζ και της κλίσης του για ψυχολογική εξερεύνηση των χαρακτήρων, εμπλέκει το θεατή. Αρκετά από τα πιο πικρά και καυστικά τραγούδια του θεατρικού, λείπουν από την ταινία. Ωστόσο, η ταινία, με το αιχμηρό και έντονο αντικαπιταλιστικό κλείσιμό της, παίρνει ουσιαστικά μια πιο ισχυρή πολιτική θέση σε σχέση με το θεατρικό έργο. Ο Μπρεχτ δεν είδε τη γαλλική βερσιόν της ταινίας, η οποία, μάλλον θα τον ενοχλούσε περισσότερο. Λείπουν μερικές μικρές σκηνές λόγω της γαλλικής λογοκρισίας της εποχής εκείνης, αλλά ακόμη και αν υπήρχαν, πάλι η γαλλική εκδοχή θα ήταν δέκα λεπτά μικρότερη από τη γερμανική, καθώς οι Γάλλοι ηθοποιοί παίζουν με ταχύτερο ρυθμό.

Η πρεμιέρα της ταινίας στη Γερμανία έγινε στις 19 Φεβρουαρίου του 1931 και σύντομα προβλήθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Πολύ σύντομα η φήμη του έργου έφτασε στην Αμερική, όπου προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 13 Απριλίου του 1933 στο Empire Theatre της Νέας Υόρκης. Αξίζει να σημειωθεί πως στην ταινία του Παμπστ, το ρόλο της Τζένη κρατά η πανύψηλη βιεννέζα ηθοποιός Λότε Λένια, ο μεγάλος έρωτας και σύζυγος του Κουρτ Βάιλ. Η δυναμική ηθοποιός ακολουθούσε ένα δικό της άστατο τρόπο ζωής, με εξωσυζυγικές σχέσεις, που δεν ενοχλούσαν όμως τον Βάιλ. Παρ’ όλο που πήραν διαζύγιο, συνέχισαν να είναι φίλοι, και παντρεύτηκαν ξανά τέσσερα χρόνια αργότερα. Έκτοτε έζησαν μαζί διατηρώντας και οι δύο παράλληλες σχέσεις.

Η ταινία αποτελεί ορόσημο των πρώιμων χρόνων του ομιλούντος κινηματογράφου. Ο Παμπστ καταφέρνει να δημιουργήσει μια πολύ όμορφη οπτική αίσθηση του χώρου και του χρόνου στο βικτοριανό Σόχο του Λονδίνου. Ο σκιερός φωτισμός αναδεικνύει το στοιχείο της διεφθαρμένης κοινωνίας και τα τραγούδια μάς διασκεδάζουν με τον κυνισμό τους («Μακ ο Μαχαιροβγάλτης»), τον κυνισμό για την αφελή αγάπη («Το γαμήλιο τραγούδι των φτωχών»), το κυνισμό της ρεαλιστικής αγάπης («Το τραγούδι της Πόλυ»), τον κυνισμό του στρατού («Τραγούδι των κανονιών») και τέλος τον κυνισμό της απέχθειας («Η Τζένη των πειρατών»).

Η ΥΠΟΘΕΣΗ                                                                  

Η ταινία ακολουθεί την ιστορία του Μακήθ Μέσερ ή Μακ του Μαχαιροβγάλτη. Ενός δολοφόνου, βιαστή, εμπρηστή και κλέφτη. Ο Μακήθ, εμφανίζεται ως αξιοπρεπής κύριος με το στενό του κοστούμι, το γκρι του καπέλο και την ακριβή πίπα τσιγάρου από ελεφαντόδοντο, κι έτσι ρίχνει εύκολα τους άλλους στα δίχτυα του. Γι’ αυτόν τα μαθαίνουμε όλα από έναν πλανόδιο μουσικό, που διασκεδάζει το πλήθος στο δρόμο λέγοντας ιστορίες με τα κατορθώματα του περιβόητου κακοποιού. Στην ιστορία μπαίνει τώρα ο Ιερεμίας Πήτσαμ, ο οποίος δηλώνει φτωχός, αλλά είναι ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης εταιρείας ζητιάνων στο Λονδίνο, την «Τζόναθαν Τζερεμάια Πήτσαμ Α.Ε.». Ο Πήτσαμ προσλαμβάνει ανέργους και τους εκμεταλλεύεται, μετατρέποντάς τους σε «εξειδικευμένους» ζητιάνους που εργάζονται γι’ αυτόν. Ο Μακήθ, ερωτεύεται την όμορφη Πόλυ, κόρη του Πήτσαμ ενώ βάζει στο μάτι  και την «επιχείρηση» του. Έτσι, παντρεύεται κρυφά την Πόλυ με σκοπό να βάλει χέρι στα κέρδη. Ο γάμος γίνεται σε μια σκονισμένη υπόγεια αποθήκη, διακοσμημένη πολυτελώς με κλεψιμαίικα από τα καλύτερα μαγαζιά του Λονδίνου και με την παρουσία ζητιάνων και ληστών, αλλά και του Τάιγκερ Μπράουν (ή Μπράουν ο Τίγρης), αρχηγού της αστυνομίας και κολλητού του Μακήθ! Όταν ο Πήτσαμ το μαθαίνει, καταλαβαίνει ότι η «εταιρεία» του κινδυνεύει, και αποφασίζει να εκδικηθεί τον Μακήθ. Προσπαθεί λοιπόν να τον καταδώσει στην αστυνομία, και απειλεί τον Τάιγκερ Μπράουν πως αν δε συλλάβει τον Μακήθ, θα οργανώσει εξέγερση όλων των ζητιάνων της πόλης με σκοπό τη διατάραξη της επικείμενης στέψης της βασίλισσας. Ο Τάιγκερ προειδοποιεί τον Μακήθ, και ο Μακήθ καταφεύγει στην Τζένη, την ερωμένη του, ζητώντας της να τον κρύψει. Η Τζένη όμως θα τον προδώσει από ζήλια και θα τον παραδώσει στην αστυνομία. Ο Μακήθ κλείνεται στη φυλακή, περιμένοντας την κρεμάλα. Εντωμεταξύ, η Πόλυ έχει αναδειχτεί σε εξαιρετική αρχηγός των ζητιάνων – παίρνοντας την «κλίση» του πατέρα της. Η πανουργία του Πήτσαμ βρίσκει συνεργό την πεποίθηση του Μακήθ ότι όλα λύνονται με απειλές και χρήμα, κι έτσι, συμφωνούν από κοινού ότι ο πιο εύκολος τρόπος να ληστεύουν τους άλλους δεν είναι πλέον με τον παράνομο τρόπο, αλλά με την ίδρυση μιας τράπεζας, μέσω της οποίας θα ληστεύουν τους άλλους νόμιμα! Έτσι, με αυτό το «χαρούμενο» τέλος, μένουν όλοι ευχαριστημένοι!

Η «ΟΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΆΡΑΣ» ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ

Το έργο έκανε πρεμιέρα στις 31 Αυγούστου του 1928 στο Σιφμπάουερνταμ Τεάτερ του Βερολίνου – θέατρο που έγινε από το 1954 η έδρα του θιάσου του Μπρεχτ, του Μπερλίνερ Ανσάμπλ – σε σκηνοθεσία Έριχ Ένγκελ, σκηνικά Κάσπαρ Νέχερ, με τους Χάραλντ Πάουλσεν, Ρόζα Βαλέτι, Έριχ Πόντο και Λότε Λένια (σύζυγος του Κουρτ Βάιλ) στους βασικούς ρόλους. Το έργο γνώρισε μεγάλη επιτυχία και λόγω της εκπληκτικής μουσικής του Κουρτ Βάιλ. Την επομένη κιόλας της πρεμιέρας, τα τραγούδια του έργου ακούγονταν στους δρόμους του Βερολίνου και σύντομα άνοιξε ένα μπαρ με όνομα «Η Όπερα της πεντάρας» όπου παιζόταν αποκλειστικά η μουσική του έργου. Μουσική με στοιχεία τζαζ, με επιρροές από στρατιωτικά εμβατήρια, από μουσικά καμπαρέ και από ψαλμούς, ρομαντική και νοσταλγική, συνοδευτική της μπρεχτικής πρόζας αλλά και αυτάρκης.

Ο ίδιος ο Βάιλ έγραφε χαρακτηριστικά για τη μουσική του σε γράμμα του στην εφημερίδα «Anbruch» τον Ιανουάριο του 1929: «Σε κάθε μουσικό έργο προορισμένο για τη θεατρική σκηνή προβάλλει πάντα η ερώτηση: ποια είναι η θέση της μουσικής, ιδιαίτερα του τραγουδιού, στο έργο; Εδώ η ερώτηση επιλύθηκε με τον πιο εύκολο τρόπο. Το έργο είχε μια ρεαλιστική πλοκή, κι έτσι έπρεπε να αντιπαραθέσω σε αυτή τη μουσική, δεδομένου ότι δεν θεωρώ ότι η μουσική μπορεί να επιφέρει ρεαλιστικά αποτελέσματα από μόνη της. Εκ τούτου η δράση είτε διακόπηκε, προκειμένου να εισαχθεί η μουσική, είτε η δράση οδηγήθηκε σκόπιμα σε ένα σημείο όπου δεν υπήρξε καμία άλλη εναλλακτική λύση από το να υπάρξει τραγούδι».

Ο πυρετός που κατέλαβε τους Βερολινέζους για το έργο, πέρασε και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Τον Απρίλιο του 1929 το έργο παίχτηκε στο Γκρατς, προκαλώντας επέμβαση ναζιστικών ομάδων. Το Μάιο της ίδιας χρονιάς παίχτηκε στο Θέατρο Πόλσκι της Βαρσοβίας, σε σκηνοθεσία Λέον Σίλλερ, το Μάρτιο του 1930 στο Ζάλτσμπουργκ, προκαλώντας και πάλι την επέμβαση ναζιστικών ομάδων, τον Ιανουάριο του 1930 στο Θέατρο Δωματίου της Μόσχας σε σκηνοθεσία Αλεξάντρ Τάιροφ και στις 13 Οκτωβρίου 1930 εγκαινίασε το Τεάτρ Μονπαρνάς, σε σκηνοθεσία του Γκαστόν Μπατί. Η «Όπερα της Πεντάρας» ανήκει στα πιο δημοφιλή έργα του διεθνούς ρεπερτορίου που μετράει περισσότερες από 10.000 σκηνικές παρουσιάσεις (από την πρεμιέρα του το 1928).

Στην Ελλάδα                                                                                                                     

Το έργο παίχτηκε στη χώρα μας για πρώτη φορά από το θίασο του Νίκου Χατζίσκου το 1962, με τον παραπλανητικό τίτλο «Ρομάντζο της πεντάρας». Η «Όπερα της Πεντάρας» έγινε όμως γνωστή στην Ελλάδα το χειμώνα του 1975 σε μια θρυλική παράσταση στο θέατρο «Κάππα», σε σκηνοθεσία και διασκευή Ζυλ Ντασσέν και μετάφραση από τον Παύλο Μάτεσι, με την Μελίνα Μερκούρη, η οποία ως «Τζένη» τραγουδά τον «Μακ τον μαχαιροβγάλτη», την «Τζένη των πειρατών», το «Τραγούδι της Μπάρμπαρα», κ.ά., έχοντας συμπρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο. Μια ακόμη πολύ σημαντική παράσταση ήταν αυτή που ανέβασε το 1981 το Μπερλίνερ Ανσάμπλ (που ίδρυσε ο Μπρεχτ στο ανατολικό Βερολίνο) στην Ελλάδα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, στο Ηρώδειο, ενώπιον, για δύο βράδια, δέκα χιλιάδων θεατών. Άλλη μια παράσταση της «Όπερας της Πεντάρας»  ανέβηκε την περίοδο 1980-1981 στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών – Κεντρική Σκηνή σε σκηνοθεσία Νίκου Κούνδουρου και μετάφραση του ιδίου και της Σωτηρίας Ματζίρη. Το καλοκαίρι του 1993, η «Όπερα της Πεντάρας» ανέβηκε ξανά σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν και με ένα μεγάλο καστ ηθοποιών. Ο Λάκης Λαζόπουλος ήταν στο ρόλο του Μακήθ, ο Κώστας Καζάκος υποδυόταν τον Πήτσαμ και η Πέμη Ζούνη την Πόλυ. Το έργο ανέβηκε επίσης και το 2005 από το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Πάτρας σε μετάφραση της Λαμπρινής Παππά. Τον Ιανουάριο του 2010,  η «Όπερα της Πεντάρας» ανεβαίνει στο «Παλλάς» από τον αναγνωρισμένο σκηνοθέτη και πρωτοστάτη του πειραματικού θεάτρου, Robert Wilson, σε μια παράσταση άψογα σχεδιασμένων σκηνών σε κινηματογραφική ατμόσφαιρα. Τέλος, το 2009, «Η Όπερα της Πεντάρας» ανεβαίνει σε απόδοση-σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη, με τους ηθοποιούς Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Στέλιο Μάινα, Ρένια Λουιζίδου, Αλέξανδρο Μπουρδούμη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και πολλούς άλλους εκλεκτούς ηθοποιούς. Η πρεμιέρα της παράστασης δόθηκε  στην Αθήνα στο Θέατρο Badminton και στη συνέχεια παρουσιάστηκε σε επιλεγμένες πόλεις και θέατρα της ελληνικής περιφέρειας αλλά και στην Κύπρο, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία.

(Πηγές: Μεγάλη μουσική βιβλιοθήκη της Ελλάδος, Σύλλογος «Οι φίλοι της μουσικής», www.mmb.org.gr, Eλληνική Θεαμάτων: http://www.ellthea.gr,www.musicpaper.gr, Η Αυγή, Κώστας Γεωργουσόπουλος)   

Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΚΟΥΡΤ ΒΑΙΛ

Ακολουθούν αποσπάσματα από τη συνέντευξη του μαέστρου και βαρύτονου κυρίου Χ. Κ. Γκρούμπερ στην Ελευθεροτυπία (στην Ιωάννα Κλεφτογιάννη, 22/01/2008), ο οποίος μιλά για τη μουσική του Κουρτ Βάιλ και τη συνεργασία που είχε ο Γερμανός μουσικός με τον Μπρεχτ.

-Ποιες είναι οι βασικές ιδιαιτερότητες του μουσικού του ιδιώματος;

«Στη μουσική του Βάιλ υπάρχει μη τονικότητα. Προτού συναντήσει τον Μπέρτολντ Μπρεχτ και δουλέψουν την “Όπερα της πεντάρας”, ο Βάιλ έγραφε συμφωνικές συνθέσεις στο «σύνορο» της μη τονικής μουσικής. Στη μουσική της Όπερας για πρώτη φορά απλοποιεί τη μουσική δομή, χωρίς να χάνεται όμως η συμφωνική συνθετότητα. Άλλωστε, ο Μπρεχτ τού είχε ζητήσει το συμβιβασμό μεταξύ της όπερας και της οπερέτας. Κι έτσι ο Βάιλ ανακάλυψε ότι ήταν απαραίτητο να γράψει απλά και εύληπτα τραγούδια».

-Αυτό συνέβη και γιατί ήθελε να προσεγγίσει το ευρύ κοινό;

«Ήθελε να προσεγγίσει τις μάζες και το κατόρθωσε. Ακόμη και στο Μπρόντγουεϊ ήταν ο πιο επιτυχημένος συνθέτης. Ήταν ικανός να γράψει μελωδίες που μπορούσε να σφυρίξει ο καθένας».

-Έχει σήμερα απήχηση η μουσική του;

«Σήμερα ο Βάιλ είναι ίσως ο πιο γνωστός και πιο σημαντικός κλασικός Γερμανός συνθέτης του 20ού αιώνα. Είναι πολύ δημοφιλής. Την περίοδο που ζούσε στο Βερολίνο είχε ονομαστεί ο σημαντικότερος Γερμανός αβανγκάρντ συνθέτης. Στην Αμερική διαπίστωσε ότι μόνο ως συνθέτης θεάτρου μπορούσε να επιβιώσει».

-Ολοι κάπου, κάπως, κάποτε επιδίωξαν να τραγουδήσουν Βάιλ: από τον Στινγκ μέχρι τον Τομ Γουέιτς. Ποια ερμηνεία προτιμάτε;

«Οι αγαπημένες μου είναι οι original με τη Λότε Λένια. Πιστεύω, όμως, ότι θα άρεσε και στον Βάιλ ο Στινγκ. Ωστόσο, αυτό που θα έλεγε σε όλους -μεταξύ αυτών, και στον Στινγκ- είναι «μην ξεχνάτε την πρωτότυπη εκτέλεση». Ο Βάιλ ακόμα και σήμερα παραμένει αβανγκάρντ. Σε καμία περίπτωση δεν έχει ξεπεραστεί».

Last modified: 13 Αυγούστου 2015

Close